- προσβόρειος
- προσβόρειοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσβόρειος — ον, ΜΑ [βόρειος] πρόσβορρος* … Dictionary of Greek
προσβορείοις — προσβόρειος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβορείῳ — προσβόρειος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβόρεια — προσβόρειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβόρειοι — προσβόρειος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)